-
1 φιλομαστος
-
2 αεπτος
2( о детеныше) не могущий следовать (за матерью), т.е. слабый, немощный -
3 δροσος
ἥ1) тж. pl. роса Her., Plat., Arst., Plut., pl. Aesch., Soph. etc.2) вода, влага(ποντία Aesch. и θαλασσία, ἐναλία Eur.; ποταμία Eur. и ἐκ ποταμῶν Arph.)
δ. ἀμπέλου Pind. = οἶνος;φοινία δ. Aesch. = αἷμα;ἐλαιηρέ δ. Anth. = ἔλαιον;ἥ ἀπόπτιστος δ. Arph. = τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος3) свежесть, отрада(ὕμνων Pind.)
4) детеныш(δρόσοι ἄεπτοι λεόντων Aesch.)
5) молодой пушок(δ. καὴ χνοῦς Arph.)
См. также в других словарях:
οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) … Dictionary of Greek